σκοπελίζω

σκοπελίζω
Α [σκόπελος]
ενεργώ σκοπελισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκοπελισμός — ὁ, Α [σκοπελίζω] (στους Άραβες) τοποθέτηση ογκωδών λίθων γύρω από τον αγρό ενός εχθρικά διακείμενου προς τους δρώντες προσώπου, σε ένδειξη ότι απαγορεύεται η καλλιέργειά του από οποιονδήποτε και ότι εκείνος που δεν θα υποκύψει θα θανατωθεί …   Dictionary of Greek

  • σκοπελισταί — οἱ, Α [σκοπελίζω] (στους Άραβες) εκείνοι που έκαναν σκοπελισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”